Υπάρχουν κάποιες ιστορίες που πραγματικά δεν περιγράφονται με λόγια και που σε κάνουν να μη μπορείς να συγκρατήσεις τα δάκρυα σου. Το γράμμα που ακολουθεί στάλθηκε από μια δασκάλα στα social media και γράφτηκε από ένα μικρό παιδί, που πριν λίγο καιρό έχασε τον πατέρα του με τραγικό τρόπο.
«…Η δασκάλα μας σήμερα, μας ρώτησε πως περάσαμε το καλοκαίρι και όλα τα παιδιά είχαν να της πουν πολύ ωραία πράγματα από τα μέρη που πήγανε διακοπές φέτος, έκτος από κάνα δυο, που οι γονείς τους δεν είχανε λεφτά και δεν πήγανε διακοπές αλλά κάθισαν εδώ και πηγαίνανε για μπάνιο με τα πούλμαν του Χαλουλου, με τα οποία πηγαίνει και η γιαγιά μου, όχι για να κάνει μπάνιο αλλά για να κάνει λέει αμμόλουτρα, να της περάσει η μέση της που την πονάει.
Εμένα όμως η δασκάλα όταν ήρθε η σειρά μου δεν με ρώτησε γιατί ξέρει, όπως το ξέρουν όλοι στη γειτονιά μου, στου Γκύζη, ότι ο μπαμπάς μου έπεσε το καλοκαίρι από την ταράτσα της πολυκατοικίας μας και έφυγε πολύ-πολύ μακριά, πολύ πιο μακριά από εκεί που μπορούν να φτάσουν τα πούλμαν του Χαλουλου ή οποία άλλα πούλμαν.
Αν όμως με ρωτούσε θα είχα να της πω ένα σωρό πράγματα, γιατί πριν να φύγει ο μπαμπάς μου, μας είχαν κόψει το ρεύμα και η μαμά μαγείρευε τάχα μου στο πετρογκάζι, κάτι φαγητά που τα έφερνε κρυφά από την εκκλησία.
Όμως ο χαζούλιακας ο αδελφός μου, που είναι μικρός ακόμα και δεν καταλαβαίνει τι θα πει να πει να ζητάς ελεημοσύνη, της είπε μια μέρα, γιατί μαμά μαγειρεύεις ξανά το φαγητό, αφού είναι μαγειρευμένο και η μαμά μου έβανε τα κλάματα, επειδή νόμιζε πως ούτε εγώ, ούτε ο αδελφός το είχαμε καταλάβει και νομίζαμε πως τα αγόραζε και τα μαγείρευε από μόνη της, όχι πως στεκότανε στην ουρά να πάρει ένα πιάτο φαΐ, σαν να ήταν ζητιάνα.
Τότε όμως εγώ έσωσα την κατάσταση και του εξήγησα του χαζού, πως η μαμά δούλευε κάπου σαν μαγείρισσα και πως μαγείρευε εκεί και τα δικά μας φαγητά αλλά επειδή κρύωναν μέχρι να μας τα φέρει, καθόταν και τα ξαναζέσταινε. Και θα της έλεγα ακόμα της δασκάλας, ότι ο μπαμπάς μου ήταν ένας πολύ περήφανος και μορφωμένος άνθρωπος κι όταν αναγκαστήκαμε να μετακομίσουμε στο σπίτι της γιαγιάς, επειδή μας έδιωξαν από το δικό μας το σπίτι, δεν μπορούσε να το αντέξει, που η γιαγιά τον κατηγορούσε διαρκώς ότι ήταν ανίκανος και ηλίθιος και τεμπέλης και γι αυτό έπαιρνε ένα από τα λίγα βιβλία που του είχαν απομείνει, αφού μετά που έκλεισε το μαγαζί μας, αναγκάστηκε να τα πουλήσει και πήγαινε στο πάρκο, να διαβάσει ολομόναχος.
Εγώ όμως που τον έβλεπα να γυρίζει αργά το βράδυ κατάκοπος, έπεφτα στην αγκαλιά του και τον παρακαλούσα να μου πει τις ιστορίες που ήξερε να αφηγείται όπως κανένας άλλος και του έλεγα, μπαμπά μην δίνεις σημασία που σε λέει αυτή τεμπέλη, γιατί εγώ δεν ξέρω κανέναν άλλον άνθρωπο που να φέρνει στο σπίτι του τόσες ιστορίες, αντίθετα όλοι οι μπαμπάδες των φιλενάδων μου, βαριούνται ακόμα και να χασμουρηθούν όταν τελειώνουν τα δελτία ειδήσεων. Όμως κανένας δεν δίνει λεφτά για να ακούει ιστορίες και έτσι ο μπαμπάς μου δεν είχε να πληρώσει το κράτος που του ζήταγε ένα σωρό λεφτά και επιπλέον δεν του έδινε ούτε το ρεύμα, ούτε το νερό που φαίνεται ότι ανήκουν στο κράτος και έτσι ο μπαμπάς μου αναγκάστηκε να έρθει μαζί μας, να μείνουμε όλοι μαζί στη γιαγιά και μπορεί μεν να γλίτωσε από το κράτος, δεν γλίτωσε όμως από τη γιαγιά.
Κι ακόμα θα της έλεγα ότι την ημέρα του δεκαπενταύγουστου που φεύγουν όλοι από την Αθήνα για να πάνε σε κάποια παράλια, ο μπαμπάς μου έφυγε μια και καλή, για να ταξιδέψει στις παράλιες του Θεού, με εισιτήριο χωρίς επιστροφή, όπως βγάζουν οι αλβανίδες στα πούλμαν του Χαλουλου, επειδή μετά έρχονται οι άντρες τους και τις παίρνουν με τα αυτοκίνητα τους.
Και θα της έλεγα επίσης ότι λίγες ημέρες πριν να φύγει ο μπαμπάς μου διάβαζε ένα βιβλίο, που το λένε:
«Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι» και από αυτό μου αφηγούνταν ένα σωρό ιστορίες, για παιδιά σαν εμάς, που ζούσαν σε κάποια άλλη χώρα του κόσμου αλλά που κι εκείνα σαν εμάς, άνηκαν σε έναν άλλο θεό, πολύ κατώτερο από τον Χριστούλη, ο οποίος δυστυχώς δεν έχει τη δύναμη να εξασφαλίσει στα δικά του παιδιά ούτε ένα μπουκάλι γάλα.
Όλα αυτά θα της έλεγα της δασκάλας, αν με ρωτάτε και είμαι βέβαιη ότι θα της φαίνονταν πολύ πιο ενδιαφέροντα από όσα της είπαν τα άλλα παιδιά, που έκαμαν κι αυτό το καλοκαίρι ότι κάμουν συνήθως τα καλοκαιριά όλα τα παιδιά του κόσμου αλλά που δεν τους παίρνει από το μυαλό πως το επόμενο καλοκαίρι ή κάποιο άλλο καλοκαίρι, μπορεί και αυτά να βρεθούν σε μια θέση σαν τη δική μου.
Όμως η δασκάλα δεν με ρώτησε και εγώ δεν της είπα τίποτα. Αλλά μετά που τελειώσαμε το μάθημα με πήρε παράμερα και με αγκάλιασε, γιατί η δασκάλα μας είναι πολύ τρυφερή και μου είπε ότι ήθελε να μου δείξει κάτι που ήταν μόνο για μένα.
Κατεβήκαμε μαζί στο γραφείο των δασκάλων και εκεί μου έδωσε μια ωραία καινούρια τσάντα που είχε μέσα όλα τα σχολικά είδη και μου εξήγησε ότι αυτά μου τα έκαμαν δώρο οι δάσκαλοι, επειδή ήμουν η πρώτη μαθήτρια της τάξης μου, την περασμένη χρόνια.
Εγώ δεν την πίστεψα γιατί ξέρω καλά ότι η δασκάλα μου και οι άλλοι δάσκαλοι ως και η διευθύντρια του σχολείου, που είναι πολύ αυστηρή και της αρέσει το κράτος, με λυπόντουσαν και από λύπηση μου τα χάριζαν.
Γι αυτό γύρισα μετά και της είπα – κυρία άμα τα είχα ανάγκη πραγματικά θα τα έπαιρνα και δεν με πολύ νοιάζει εμένα αν με λυπούνται, ωστόσο να ξέρετε ότι τώρα πια έχουμε αρκετά χρήματα για να αγοράζουμε πράγματα και επιπλέον να πληρώνουμε και το κράτος, που μας ζητεί ολοένα και περισσότερα.
Αυτό της είπα και της γύρισα πίσω την ωραία τσάντα, για να τη δώσει σε κάποιο άλλο παιδί, που ίσως την είχε περισσότερη ανάγκη από μένα.
Φυσικά δεν έκατσα να της εξηγήσω πως μετά που έφυγε ο μπαμπάς μου, η μαμά μου που είναι πολύ όμορφη και τον αγαπούσε παρά-πάρα πολύ, ούτε έκλαψε, ούτε παραπονέθηκε, ούτε έβγαλε μια κουβέντα, παρά μάζεψε λίγα πράγματα και αφού μας φίλησε εμένα και τον αδελφό μου,
μας είπε ότι θα έφευγε να βρει κάποια δουλεία, για να μην ξανακούσει να της ομιλεί η γιαγιά μου έτσι για τον μπαμπά.
Και ενώ ήταν ακόμα στην πόρτα, εμείς ακούσαμε τη γιαγιά που ωρύονταν και της φώναζε – τρελάθηκες μωροί, τι πας να κάνεις;
Όμως η μαμά μου ούτε που γύρισε να της απαντήσει και έκλεισε πίσω της την πόρτα με βρόντο. Τώρα έρχεται που και που να μας δει και μας λέει πως έχει βρει μια πολύ καλή δουλεία σε μια άλλη πόλη και όποτε μας επισκέπτεται τα χεριά της είναι γεμάτα δώρα.
Λεφτά μας στέλνει συνεχεία και η γιαγιά μας αγοράζει αρκετά πράγματα και βάζει και κάποια στην άκρη, γιατί λέει ότι έτσι όπως πάμε, ούτε ο διάβολος δεν θα βρίσκει δουλεία σε λίγο καιρό.
Ο αδελφός μου ο μπούρδας τη ρώτησε, αν η μαμά είναι πιο έξυπνη από τον διάβολο και γι αυτό βρήκε δουλεία αλλά η γιαγιά έβαλε τα κλάματα και μουρμούρισε πως η μαμά μας αναγκάζεται να κάμει χειρότερα πράγματα κι από τον διάβολο, για να μας στέλνει αυτά τα λεφτά, να πληρώνουμε το κράτος, που είπαμε ότι τα θέλει όλα δικά του και δεν δίνει δεκάρα για το τι αναγκάζεται να κάμει ο κοσμάκης για να τα βρει. Όχι, δεν της τα είπα αυτά, γιατί δεν μου αρέσει να κουβεντιάζουν τη μαμά μου, άνθρωποι που δεν έμαθαν ποτέ ποσό ερωτευμένη ήταν με τον μπαμπά μου και ποσό ξετρελαίνονταν να της αφηγείται και αυτής ιστορίες και πολλές νύχτες περίμενε να αποκοιμηθώ εγώ, για να πάρει αυτή τη σειρά της να τον ακούει. Όμως νομίζω πως η δασκάλα μου τα ξέρει όλα αυτά, όπως τα ξέρουν όλοι στη γειτονιά του Γκύζη και ίσως να ξέρει και περισσότερα από μένα, γιατί όταν της είπα ότι χάρη στη μαμά μου έχουμε αρκετά λεφτά και δεν μου χρειάζεται η τσάντα, γύρισε αλλού το πρόσωπο της και δάκρυσε.
Κι εγώ την τράβηξα από το μανίκι και της είπα – μην κλαις κύρια, γιατί μπορεί ο Χριστός να σταμάτησε στου Γκύζη, εγώ όμως θα συνεχίσω και θα πάω παραπέρα. Ακόμα και αν είναι να το κάνω σαν τη μαμά μου…»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου